(δεῖπνον

  • 101κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… …

    Dictionary of Greek

  • 102καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 103κλαυσίδειπνος — κλαυσίδειπνος, ον (Α) αυτός που κλαίει, που μεμψιμοιρεί για την ποιότητα ή την απώλεια δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυσι (< κλαίω, πρβλ. κλαῦσις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. επιθυμό δειπνος, κωλυσί δειπνος. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 104κωλυσίδειπνος — κωλυσίδειπνος, ον (Α) (για είδος σαλιγκαριών που αν τά έτρωγε κάποιος στην αρχή τού δείπνου δεν μπορούσε να φάει τίποτε άλλο) αυτός που εμποδίζει το δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ ις) + δειπνος (< δεῖπνον), πρβλ. φιλό… …

    Dictionary of Greek

  • 105μελλοδειπνικός — μελλοδειπνικός, ή, όν (Α) (για άσμα) αυτό που παίζεται ή τραγουδιέται στην αρχή τού δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + δεῖπνον] …

    Dictionary of Greek

  • 106μενοεικής — μενοεικής, ές (Α) 1. (συν. για τροφή) αυτός που αρμόζει στις επιθυμίες, ικανοποιητικός, ευάρεστος («δεῑπνον μὲν γὰρ τοί γε γελώοντες τετύκοντο ἡδύ τε καὶ μενοεικές», Ομ. Οδ.) 2. άφθονος, αρκετός («μενοεικέα ὕλην» άφθονα ξύλα, Ομ. Ιλ.) 3. φρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 107ομόδειπνος — η, ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, ον) αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δεῖπνον (πρβλ. ηδύ δειπνος)] …

    Dictionary of Greek

  • 108οργεωνικός — ὀργεωνικός, ή, όν (Α) [οργεώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οργεώνες («δεῑπνον ὀργεωνικόν», Αθήν.) …

    Dictionary of Greek

  • 109παράδειπνις — ιδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Εύβουλ.) «παράσιτος, ἀλλοτρίων κτεάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δεῖπνον + επίθημα ις, ιδος] …

    Dictionary of Greek

  • 110παραδείπνια — τὰ, Α τα πρόσθετα εδέσματα που παρατίθενται στο δείπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δεῖπνον + υποκορ. κατάλ. ιον] …

    Dictionary of Greek