(δεν) καταλαβαίνω

  • 31μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 32χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω …

    Dictionary of Greek

  • 33αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… …

    Dictionary of Greek

  • 34αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 35ακαταλαβίστικος — η, ο εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ο ακατανόητος ή ο δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακαταλάβιστος + κατάληξη ικος το ρηματ. επίθ. ακαταλάβιστος < καταλαβαίνω, αναλογικά προς τα ρηματ. επίθ. που προέρχονται από ρέματα σε ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 36αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 37μαθητεύω — (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής] 1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω 2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, η, ο α)… …

    Dictionary of Greek

  • 38παρακολουθώ — έω, ΝΜΑ, παρακολουθῶ, άω, Ν 1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι από πολύ κοντά, βαδίζω στα ίχνη του («ο σκύλος μάς παρακολουθεί» 2. εμφανίζομαι ως παρεπόμενο, επακολουθώ 3. μτφ. (για ακροατήριο) ακούω κάτι με προσοχή και τό εννοώ, τό καταλαβαίνω (α. «μέ… …

    Dictionary of Greek

  • 39συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 40συμπεριφέρω — ΝΑ [περιφέρω, ομαι] περιφέρω κάτι μαζί μου ή μαζί με κάτι άλλο ή μαζί με άλλους νεοελλ. μέσ. συμπεριφέρομαι α) φέρομαι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δείχνω αυτήν ή την άλλη διαγωγή («δεν συμπεριφέρθηκε όπως έπρεπε») β) έχω καλούς τρόπους («μάθε να …

    Dictionary of Greek