(δεδορκώς
1δεδορκώς — δέρκομαι see clearly perf part act masc nom/voc sg …
2δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… …
3PASTUS — I. PASTUS i. seu Pastas, Graece Παςτὸς seu Παςτὰς, velum significat variegatum plumariô opere, quod apud Paganos thalami vei oeci (ubi Numen colebatur) foribus praetendebatur. Inde παςτοφόρια, Templorum atria, in quibus eiusmodi vela praetenta… …