(γνώμα

  • 11знамя — мени ср. р., др. русск. знамя знак, печать , ст. цслав. знамѩ, болг. знаме, чеш. znamě, польск. znamię признак . От знать. Отсюда же произведены знаменье, ст. слав. знамениѥ σημεῖον, σφραγίς (Супр.), ср. греч. γνῶμα признак . Сходство с лат.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 12απάλαμνος — ἀπάλαμνος κ. ἀπάλαμος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει χέρια, ο αδέξιος 2. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 3. (για πράξεις και λόγους) παράνομος, ανόσιος, υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (ουδ.) *παλάμα. Τύποι όπως ο απάλαμνος προϋποθέτουν ένα ουδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 13γνωματεύω — (AM γνωματεύω) [γνώμα] νεοελλ. εκφράζω γνώμη ως ειδικός μσν. εκφράζομαι με γνωμικά αρχ. 1. διαφοροποιώ, διακρίνω 2. αποφασίζω …

    Dictionary of Greek

  • 14ευσεβής — ές (ΑΜ εὐσεβής, ές, Μ και εὐσεβός, όν) 1. αυτός που σέβεται τον θεό και τηρεί τις εντολές του, θρήσκος 2. εκείνος που τόν διακρίνει ευσέβεια (α. «ευσεβείς σκέψεις» β. «εὐσεβεῑ γνώμᾳ») 3. αυτός που νιώθει βαθύ σεβασμό προς τους γονείς, δασκάλους κ …

    Dictionary of Greek

  • 15λύμη — λύμη, ἡ (Α) 1. άσχημη, προσβλητική μεταχείριση, κακοποίηση με λόγια και με έργα 2. βλάβη, φθορά, καταστροφή, όλεθρος («ὧν διαφθειρομένων οὐκ ἂν γίγτοιτο μεγάλη λύμη τῇ πόλει», Πλάτ.) 3. ρύπος, ακαθαρσία, λύμα («καθάπερ γὰρ σιδήρῳ μὲν ἰός, ξύλοις… …

    Dictionary of Greek

  • 16παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …

    Dictionary of Greek

  • 17πολύβουλος — ον, Α 1. πολύ συνετός, σώφρονος 2. φρ. «πολύβουλος γνώμα» πολύ συνετή γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 18προμνώμαι — άομαι, Α 1. κάνω προξενιό, προξενεύω («προμνησάμενη τῷ Ἀετίωνι τὴν θυγατέρα», Λουκιαν.) 2. μτφ. παρακινώ, προτρέπω κάποιον σε κάτι 3. (με δοτ.) προσπαθώ να πείσω κάποιον να κάνει κάτι 4. γεν. συνιστώ, συμβουλεύω («τοιαῡτα προμνᾱται ἑκάστου… …

    Dictionary of Greek

  • 19φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …

    Dictionary of Greek

  • 20γνώματα — γνώ̱ματα , γνῶμα mark neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)