(γλαφυρὰ
1Γλαφύρα — Γλαφύρᾱ , Γλαφύρα fem nom/voc/acc dual Γλαφύρα fem nom/voc sg …
2Γλαφύρᾳ — Γλαφύραι , Γλαφύρα fem nom/voc pl Γλαφύρᾱͅ , Γλαφύρα fem dat sg (attic doric aeolic) Γλαφύραι , Γλαφύραι fem nom/voc pl …
3γλαφυρά — γλαφυρός hollow neut nom/voc/acc pl γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc/acc dual γλαφυρά̱ , γλαφυρός hollow fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
4Γλαφυρά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 317 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Ιωνίας. Το χωριό οφείλει την ονομασία του στην αρχαία πόλη Γλαφυραί ή Γλαφύραι, που βρισκόταν κοντά στη λίμνη Βοιβηίδα… …
5γλαφυρᾷ — γλαφυρός hollow fem dat sg (attic doric aeolic) …
6Γλαφύρας — Γλαφύρᾱς , Γλαφύρα fem acc pl Γλαφύρᾱς , Γλαφύρα fem gen sg (attic doric aeolic) Γλαφύρᾱς , Γλαφύραι fem acc pl …
7Γλαφύραι — Γλαφύρα fem nom/voc pl Γλαφύρᾱͅ , Γλαφύρα fem dat sg (attic doric aeolic) Γλαφύραι fem nom/voc pl …
8γλαφυράν — γλαφυρά̱ν , γλαφυρός hollow fem acc sg (attic doric aeolic) …
9γλαφυράς — γλαφυρά̱ς , γλαφυρός hollow fem acc pl …
10Γλαφυρῶν — Γλαφύρα fem gen pl Γλαφύραι fem gen pl …
- 1
- 2