(γαστήρ
1γαστήρ — paunch fem nom sg …
2γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …
3Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Γαστὴρ οὐκ ἔχει ὦτα. — См. Брюхо глухо: словом не уймешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Παχεῖα γαστήρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον. — См. Сытое брюхо к учению глухо …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6γαστράσι — γαστήρ paunch fem dat pl …
7γαστράσιν — γαστήρ paunch fem dat pl …
8γαστρί — γαστήρ paunch fem dat sg …
9γαστρός — γαστήρ paunch fem gen sg …
10γαστέρα — γαστήρ paunch fem acc sg …