(γανυμήδης
1Γανυμήδης — Γανυμήδη fem gen sg (attic epic doric ionic) Γανυμήδης masc acc pl (attic epic doric) Γανυμήδης masc nom/voc pl (doric aeolic) Γανυμήδης masc nom sg …
2Γανυμήδης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος από την Τροία με εξαιρετική ομορφιά, τον οποίο είχαν απαγάγει οι θεοί και τον έκαναν αθάνατο για να τον χρησιμοποιούν ως οινοχόο. Σύμφωνα με μερικές άλλες παραλλαγές του μύθου, τον Γ. είχε απαγάγει ένας αετός που… …
3Γανυμήδης — ο μυθικός ωραίος νέος που τον άρπαξε ο Δίας και τον μετέφερε στον Όλυμπο, όπου έγινε ο οινοχόος των θεών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Γανυμήδει — Γανυμήδης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Γανυμήδεϊ , Γανυμήδης masc dat sg (epic ionic) Γανυμήδης masc dat sg …
5Γανυμήδεα — Γανυμήδης masc acc sg (epic ionic) …
6Γανυμήδεις — Γανυμήδης masc nom/voc pl (attic epic) …
7Γανυμήδεος — Γανυμήδης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …
8Γανυμήδευς — Γανυμήδης masc gen sg (epic doric ionic) …
9Γανυμήδους — Γανυμήδης masc gen sg (attic epic doric) …
10Γανύμηδες — Γανυμήδης masc voc sg …