(βότρυος
1Βότρυος — Βότρυς bunch of grapes masc gen sg …
2βότρυος — βότρυς bunch of grapes fem gen sg …
3БОТРИОГЕН — [βότρυς (αотрис), род, пад.; βότρυος (αотриос) кисть винограда] м л, MgF3+[OH|SO4)2]•7H2O. Мон. К лы вытянутые, мелкие длиннопризм., крупные короткопризм. Сп. сов. по… …
4CANIS — I. CANIS Arabiae Felicis fluv. Ptol. II. CANIS Ordo equestris a Buchardo IV. ex Montmorantia famil. primo Galliae Barone, institutus; qui pace cum Philippo I. vel Ludov. fil. eius potius, a quo arce quâdam exutus erat, quod Adrianum Abbatem S.… …
5βοτρυανθής — ές (για φυτά και δέντρα) εκείνος του οποίου τα άνθη έχουν διάταξη βότρυος, σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βότρυς + ανθής < άνθος. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη («βοτρυανθείς θάμνοι»)] …
6μουσκάρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …
7μούσκαρι — Γένος φυτών της οικογένειας των λειριιδών ή λιιδών (μονοκοτυλήδονα), μερικά είδη του οποίου είναι αρκετά κοινά σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς σε όλη την Ελλάδα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν δημιουργηθεί ποικιλίες κατάλληλες και για… …
8παυσίπονος — η, ο / παυσίπονος, ον, ΝΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παυσίπονα (ενν. φάρμακα) ομάδα φαρμάκων τα οποία μειώνουν το αίσθημα τού πόνου και τών οποίων η χημική σύσταση και η δράση είναι ποικίλη αρχ. αυτός που καταπαύει ή καταπραΰνει τον μόχθο …
9περονόσπορος — Ονομασία που δίνεται σε πολυάριθμες ασθένειες των φυτών, που προκαλούνται από μικροσκοπικούς φυκομύκητες της οικογένειας των Περονοσποριδών· το φυτικό σώμα αυτών των μικρομυκήτων είναι ένα νηματοειδές μυκήλιο, που αποτελείται από υφές με πολύ… …
10πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] …
- 1
- 2