(βίου

  • 121αγχίαλος — I Αρχαιότατη ελληνική πόλη που χτίστηκε τον 6o αι. π.Χ., πιθανότατα από αποίκους από τη Μίλητο, στα παράλια της Θράκης, στον Εύξεινο Πόντο, κοντά στη σημερινή ομώνυμη πόλη της Βουλγαρίας (Α. σημαίνει κοντά στη θάλασσα). Η Α. είχε οχυρωθεί από… …

    Dictionary of Greek

  • 122αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη …

    Dictionary of Greek

  • 123αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 124αθανασία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η μάρτυς. Σφαγιάστηκε στον διωγμό του Διοκλητιανού, για τη χριστιανική της πίστη, μαζί με τις τρεις κόρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη και Ευδοξία. 2. Η οσία. Μετά τον θάνατο του πρώτου συζύγου της,… …

    Dictionary of Greek

  • 125αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 126ακτημοσύνη — η (Α ἀκτημοσύνη) [ἀκτήμων] έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια μσν. 1. κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη 2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό τού μοναχικού βίου …

    Dictionary of Greek

  • 127αμηχανώ — ἀμηχανῶ ( έω) (Α) [αμήχανος] 1. είμαι αμήχανος, βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τί να κάνω 2. βρίσκομαι σε ένδεια, σε ανάγκη, έχω οικονομικές στενοχώριες, δεν επαρκώ για τις ανάγκες τού βίου 3. φρ. «ἀμηχανῶν βιοτεύω», ζω με στερήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 128αναχωρητής — Αυτός που ζει απομονωμένος σε ερημικούς τόπους. Ως μορφή θρησκευτικής ζωής, ο αναχωρητισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο τον 3ο αι. μ.Χ. (Παύλος ο Θηβαίος) και διαδόθηκε στη Συρία και την Παλαιστίνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του αναχωρητισμού… …

    Dictionary of Greek