(βέλος
1βέλος — missile neut nom/voc/acc sg …
2βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …
3βέλος — το γεν. ους 1. λεπτό και μικρό, επίμηκες ακόντιο που έχει φτερά στο πίσω άκρο και εκσφενδονίζεται από τόξο, η σαΐτα: Τα βέλη της τοξοβολίας είναι ευέλικτα και εύθραυστα. 2. μτφ., ό,τι έχει ταχύτητα και διαπεραστικότητα βέλους: Σε όλη τη διάρκεια… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βέλει — βέλος missile neut nom/voc/acc dual (attic epic) βέλεϊ , βέλος missile neut dat sg (epic ionic) βέλος missile neut dat sg …
5βέλη — βέλος missile neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βέλος missile neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6βελοῖν — βέλος missile neut gen/dat dual (attic epic doric) …
7βελέεσσι — βέλος missile neut dat pl (epic) …
8βελέεσσιν — βέλος missile neut dat pl (epic) …
9βελέοιν — βέλος missile neut gen/dat dual (epic doric ionic aeolic) …
10βελέων — βέλος missile neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …