(βλέφαρα

  • 71φράγμα — το, ΝΜΑ, και φάργμα και φάρχμα Α φράχτης, περίφραξη νεοελλ. 1. φραγμός, εμπόδιο 2. κατασκευή για παρεμπόδιση τής ροής τού νερού, για μεταβολή τού ρου ρεόντων υδάτων ή για τη δημιουργία ταμιευτήρων, υδροφράκτης, υδατοφράκτης 3. φρ. α) «φράγμα… …

    Dictionary of Greek

  • 72χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… …

    Dictionary of Greek

  • 73χαλάζιο — το / χαλάζιον, ΝΑ [χάλαζα] ιατρ. όγκος μικρού μεγέθους που μοιάζει με κόκκο και αναπτύσσεται στα βλέφαρα, εσωτερικό κριθαράκι …

    Dictionary of Greek

  • 74χαμηλοβλέφαρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τα βλέφαρά του στραμμένα προς τα κάτω 2. (κυρίως μτφ.) ντροπαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + βλέφαρος (< βλέφαρο), πρβλ. χρυσο βλέφαρος] …

    Dictionary of Greek

  • 75χιονοβλέφαρος — ον, Α αυτός που έχει ολόλευκα βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ἑλικο βλέφαρος, χαριτο βλέφαρος] …

    Dictionary of Greek

  • 76χρυσοβλέφαρος — η, ο, Ν (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαμπερά βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βλέφαρο (πρβλ. καλλι βλέφαρος). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολη …

    Dictionary of Greek

  • 77χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 78άγαμα — (agama).Μεγάλες σαύρες της οικογένειας των αγαμιδών, που ζουν περίπου 200 χρόνια. Ζουν στη νοτιοανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Το γνωστότερο είδος λέγεται επιστημονικά αστεροειδής και ζει κυρίως στην κοιλάδα του… …

    Dictionary of Greek

  • 79Αγιατσούρι-σιμπαΐ — Είδος λαϊκού θεάτρου στην Ιαπωνία. Στην κυριολεξία του o όρος σημαίνει κουκλοθέατρο, το οποίο ήταν στην Ιαπωνία πολύ διαδεδομένο από τον 17ο αι. Παιζόταν σε δημόσιες αίθουσες από τους μυθολόγους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κούκλες που μπορούσαν να… …

    Dictionary of Greek

  • 80άγλωσσα — I (aglossa).Έντομα της οικογένειας των πυραλιδών, της τάξης των λεπιδοπτέρων. Είναι οι γνωστοί σκώροι, που επιφέρουν ζημιές σε διάφορα υλικά. Πρόκειται για πεταλούδες μικρού μεγέθους, που πολλές φορές βρίσκονται και μέσα στα σπίτια. Έχουν διάφορα …

    Dictionary of Greek