(βλέφαρα

  • 61τράχωμα — (Ιατρ.). Μορφή χρόνιας επιπεφυκίτιδας, η οποία οφείλεται σε διηθητό ιό μεγάλων διαστάσεων: είναι λοιμώδες νόσημα, προσβάλλει κυρίως την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται συχνότερα με ενδημική μορφή στους λαούς των περιοχών που έχουν κλίμα ζεστό και… …

    Dictionary of Greek

  • 62τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση …

    Dictionary of Greek

  • 63υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 64υποβλέφαρα — τὰ, Α (πιθ. γρφ.) τα βλέφαρα …

    Dictionary of Greek

  • 65υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …

    Dictionary of Greek

  • 66υπογραμμός — ο / ὑπογραμμός, ΝΜΑ [υπογράφω] 1. δείγμα για γραφή, υπόδειγμα 2. παράδειγμα, πρότυπο νεοελλ. φρ. «τύπος και υπογραμμός» (για πρόσ.) πρότυπο για μίμηση μσν. αρχ. διδαχή, μάθημα («ὑπογραμμὸν ἡμῑν καὶ διὰ τούτων δίδωσιν ὁ σωτήρ, μὴ φρονεῑν ἐφ… …

    Dictionary of Greek

  • 67υπογραφή — η / ὑπογραφή, ΝΜΑ [υπογράφω] το όνομα και το επώνυμο ή το αρχικό τού ονόματος και το επώνυμο κάποιου, το οποίο γράφει ο ίδιος στο τέλος επιστολής ή άλλου κειμένου για να δηλώσει ότι το κείμενο είναι δικό του ή ότι εγκρίνει το περιεχόμενό του (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 68υπόγραμμα — άμματος, τὸ, Α [ὑπογράφω] 1. επιγραφή σε βάση στήλης 2. μελανή χρωστική ουσία για το βάψιμο τού δέρματος κάτω από τα βλέφαρα …

    Dictionary of Greek

  • 69υπόπτιλ(λ)ος — ον, Α αυτός τού οποίου τα βλέφαρα πάσχουν από ελαφρά φλεγμονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πτίλος / πτίλλος «αυτός που πάσχει από ασθένεια τών ματιών»] …

    Dictionary of Greek

  • 70υπόφαση — η / ὑπόφασις, άσεως, ΝΑ [ὑποφαίνω] νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση τών οφθαλμών, με μισόκλειστα βλέφαρα ώστε να φαίνεται μέρος μόνο τού βολβού αρχ. 1. το να είναι τα μάτια μισάνοιχτα κατά τη διάρκεια τού ύπνου, το να λαγοκοιμάται κανείς 2. το… …

    Dictionary of Greek