(βλέφαρα

  • 11OCULI moribundo — ante ipsum animae exitum, nec tactu, nedum pressurâ digitorum, utcumque leviusculâ quidem, apud Hebraeos regulariter claudebantur; ne inde qui sic clauderet, adeo infirmo mortem forte acceleraret. Mortuo vero claudi ab adstantibus, maxime… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 13αβλέφαρος — (ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10 12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8 10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη… …

    Dictionary of Greek

  • 14ακροκεφαλία — Παθολογική παραμόρφωση του κρανίου που προκαλείται από την πρόωρη συνοστέωση ορισμένων ραφών με αποτέλεσμα να αυξάνεται το ύψος του κεφαλιού και να αποκτά το κεφάλι σχήμα πυργοειδές. Η α., που πιθανώς οφείλεται σε ορμονικές διαταραχές,… …

    Dictionary of Greek

  • 15ανακλώ — ( άω) (Α ἀνακλῶ) νεοελλ. ρίχνω προς τα πίσω, μεταστρέφω την κατεύθυνση, αντανακλώ (κυρ. για φωτεινές ακτίνες ή ηχητικά κύματα) αρχ. Ι. ενεργ. 1. λυγίζω προς τα πίσω, κάμπτω 2. σύρω προς τα επάνω και αναστρέφω 3. (για μπάλα) αναπηδώ ΙΙ. (παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 16αναρραφή — ἀναρραφή, η (Μ) (για τα βλέφαρα) ραφή, συρραφή προς τα επάνω …

    Dictionary of Greek

  • 17ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς …

    Dictionary of Greek

  • 18βλεφαρικός — ή, ό (AM βλεφαρικός, ή, όν) [βλέφαρον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βλέφαρα …

    Dictionary of Greek

  • 19επιβλεφαρίδιος — ἐπιβλεφαρίδιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στα βλέφαρα …

    Dictionary of Greek

  • 20ευβλέφαρος — εὐβλέφαρος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία βλέφαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλέφαρον] …

    Dictionary of Greek