(αἶγας
1Αἰγᾶς — Αἰγεύς masc acc pl …
2Αἰγάς — Αἰγά̱ς , Αἰγαί fem acc pl …
3αἶγας — αἴξ goat masc/fem acc pl …
4Poséidon — Pour les articles homonymes, voir Poséidon (homonymie). Poséidon tenant son trident, plaque corinthienne de Penteskouphia, 550 525 av. J. C., musée du Louvre …
5AZAZEL — cuius mentio Levit. c. 16. v. 8. Iuliano Apostatae, Hebraeis, Valentinianis et Magis, daemon est. Unde Iulianus ex hoc loco Mosis conatus probare est, scripsisse hunc ὑπὲρ Α᾿ποτροπαίων, i. e. de Diis Averruncis, a Cyrillo docte refutatus in… …
6MAMBRINAE — tamquam ex monte Mambrae prope Hebronem, dicuntur Aegyptiis, quas alii capras Indicas. Libyes Adimain vocant; Orientales nempe captae, longis auribus, silvestres et montanae, quibus pro iumento utuntur tenuioris sortis homines. Has describit.… …
7έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …
8αίγα — (aega). Επιστημονική ονομασία γένους αρθροπόδων και γένους εντόμων. 1. Τα αρθρόποδα είναι της οικογένειας των αιγιδών και της τάξης των ισοπόδων. Ζουν παρασιτικά επάνω στα διάφορα ψάρια, στα οποία κολλούν με τους μυζητήρες τους. Το μήκος του… …
9αιγίκνημος — αἰγίκνημος, ον (Μ) αυτός που έχει κνήμες αίγας, ο κατσικοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ γὸς) + κνήμη] …
10αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …