(αἱ τῶν νόσων κρίσεις

  • 1ουρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ούρα («ουρικό απόστημα») 2. φρ. α) «ουρικό οξύ» (βιοχ.) οργανική ένωση που αποτελεί το τελικό προϊόν τού καταβολισμού τών πρωτεϊνών στα περισσότερα ερπετά και στα πτηνά και αποβάλλεται με πυκνά ούρα, ενώ… …

    Dictionary of Greek