(αἰσχύνην
1αἰσχύνην — αἰσχύ̱νην , αἰσχύνη shame fem acc sg (attic epic ionic) αἰσχύ̱νην , αἰσχύνω make ugly pres inf act (doric aeolic) …
2ЗАКОНЫ НЕПИСАНЫЕ — • Άγραφοι νόμοι, в противоположность к писаным, человеческим, государственным узаконениям, по эллинскому воззрению, исходят непосредственно от Зевса и Фемиды или Дики источников всякого права и закона. Законы писаные могут оказываться …
3έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
4επιλέγω — (AM ἐπιλέγω) 1. διαλέγω, εκλέγω, ξεχωρίζω (α. «επέλεξα τους καλύτερους» β. «Παῡλος ἐπιλεξάμενος Σίλαν ἐξῆλθε», ΚΔ) 2. παθ. επονομάζομαι, επικαλούμαι («Ἰησοῡς ὁ ἐπιλεγόμενος Χριστός») νεοελλ. λέω τον επίλογο αρχ. μσν. 1. λέω επί πλέον ή μετά από… …
5οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… …
6προσοφλισκάνω — Α 1. χρωστώ επί πλέον, οφείλω κάτι ακόμη («πεντακοσίας δραχμάς... ἃς προσῶφλεν», Δημοσθ.) 2. έχω ένα χρέος, χρωστώ 3. (ως νομ. όρος) χάνω μια δίκη και καταδικάζομαι επί πλέον στην καταβολή προστίμου («εἰς τὸ δεσμωτήριον παραδοθῆναι ὑφ ὑμῶν… …