(απ)ελευθερώνω

  • 41προμεθίημι — Α 1. αφήνω κάποιον ή κάτι να φύγει, να πετάξει προς τα εμπρός 2. (με αιτ. και δοτ.) παρέχω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μεθίημι «αφήνω, ελευθερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 42προσαπολύω — Μ [ἀπολύω] ελευθερώνω κάποιον από κάτι ακόμη («τοῡτο αὐτὸν πολὺ πλέον προσαπολύει τῆς διαβολῆς», Βί. Ισοκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 43ρύομαι — (I) ῥύομαι ΝΜΑ (αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῡ πονηροῡ», ΚΔ β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾱν μίασμα τοῡ τεθνηκότος» λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα,… …

    Dictionary of Greek

  • 44συμπεριλύω — Α [περιλύω] 1. ελευθερώνω μαζί, απολύω συγχρόνως 2. ικανοποιώ, καλοπιάνω («συμπερίλυσον αὐτὸν καὶ λάβε τὸ ἀργύριον», παπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 45συνελευθερώ — όω, αττ. τ. ξυνελευθερῶ Α [ἐλευθερῶ / ώνω] 1. ελευθερώνω από κοινού από κάποιον («συνελευθεροῡν αὐτοὺς τοῡ μουνάρχου», Ηρόδ.) 2. απελευθερώνω («αὐτοί τε αὐτονομεῑσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῡτε», Θουκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 46φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …

    Dictionary of Greek

  • 47χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 48(α)παρατώ — άτησα, ατημένος αφήνω, ελευθερώνω: Παράτησε το κοπάδι και πήγε στη θάλασσα. – Παράτα με ήσυχο! παρατώ παράτησα, παρατήθηκα, παρατημένος 1. αφήνω, εγκαταλείπω: Παράτησε το σπίτι της κι έφυγε. 2. μέσ., φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ από τη δουλειά… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 49απαλλάσσω — απάλλαξα, απαλλάχτηκα, απαλλαγμένος, ελευθερώνω, γλιτώνω: Οι κατηγορούμενοι απαλλάχτηκαν με βούλευμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50απελευθερώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ελευθερώνω δούλο ή υπόδουλο, ξεσκλαβώνω: Οι αγωνιστές του 1821 απελευθέρωσαν ένα μέρος της πατρίδας μας. 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι κακό: Τον τελευταίο καιρό απελευθερώθηκα από αρκετά βάρη …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)