(απ)ελευθερώνω

  • 31μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …

    Dictionary of Greek

  • 32μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… …

    Dictionary of Greek

  • 33μύσσομαι — (Α) φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ jω) απ όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu k / *(s)meu g με αρχική σημ. «μαλακός», απ όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 34ξεγλυτώνω — ξεγλυτώνα> (Μ) 1. γλυτώνω κάποιον, σώζω ή ελευθερώνω κάποιον από κάτι 2. ξεφεύγω, ελευθερώνομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + γλυτώνω] …

    Dictionary of Greek

  • 35ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] …

    Dictionary of Greek

  • 36ξελύνω — λύνω, ελευθερώνω κάτι που είναι δεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ λύω (αόρ. ἐξ έλυσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …

    Dictionary of Greek

  • 37ξεμιστεύ(γ)ω — 1. διαχωρίζω άτομα που συμπλέκονται 2. σώζω, ελευθερώνω …

    Dictionary of Greek

  • 38ξεμπλοκάρω — 1. ελευθερώνω, ανοίγω διέξοδο («η έγκαιρη επέμβαση τού τροχονόμου ξεμπλοκάρισε τελικά τον δρόμο») 2. αποδεσμεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μπλοκάρω] …

    Dictionary of Greek

  • 39παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …

    Dictionary of Greek

  • 40προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… …

    Dictionary of Greek