(απ)ελευθερώνω

  • 21εξαναλύω — ἐξαναλύω (Α) 1. απαλλάσσω, απολύω, ελευθερώνω («ἄνδρα θνητόν... θανάτοιο δυσηχέος ἐξαναλῡσαι», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. διαλύω κάτι στα στοιχεία που τό αποτελούν 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («θρυπτόμενοι [λίθοι]... έξαναλύονται», Φίλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 22εξαπολύω — και αξαπολυώ και ξαπολυώ (Μ ἐξαπολύω και [ἐ]ξαπολῶ και ἀξαπολῶ) δίνω άφεση, παρέχω ελευθερία νεοελλ. απευθύνω κάτι κακό (κυρ. βρισιές, λίβελλο κ.λπ.) εναντίον κάποιου («εξαπέλυσε λίβελλο εναντίον του») νεοελλ. μσν. 1. αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω… …

    Dictionary of Greek

  • 23εξαρπάζω — (AM ἐξαρπάζω) 1. αρπάζω, αφαιρώ από κάποιον κάτι, αφαρπάζω («σὰς δὲ ἐπιστολὰς ἐξαρπάσας ὅδ ἐκ χερῶν ἐμῶν βίᾳ», Ευρ.) 2. αποσπώ με τη βία («ἱστία δ ἐξήρπαξ ἀνέμου μένος», Απολλ. Ρόδ.) 3. ελευθερώνω, σώζω, λυτρώνω αρπάζοντας κάποιον («τὸν ἐξήρπαξ… …

    Dictionary of Greek

  • 24εξεγγυώ — ἐξεγγυῶ, άω (Α) [εγγυώ[ 1. παραδίνω δούλο σε κάποιον με εγγυήσεις για να ανακριθεί 2. ελευθερώνω δίνοντας εγγύηση …

    Dictionary of Greek

  • 25ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 26λευθερώνω — και λευτερώνω βλ. ελευθερώνω …

    Dictionary of Greek

  • 27λευτερώνω — βλ. ελευθερώνω …

    Dictionary of Greek

  • 28λιμπεράρω — μεσ. λιμπεράρομαι ελευθερώνομαι, απαλλάσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liberare «ελευθερώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 29λωφώ — λωφῶ, άω, ιων. και επικ. τ. λωφέω (Α) 1. σταματώ, λήγω («ἀλλ ὅδε μὲν τάχα λωφήσει, σὺ δὲ εἴσεαι αὐτός», Ομ. Ιλ.) 2. αναπαύομαι, ανακουφίζομαι, ησυχάζω από κάτι («κἄπειτ ἐπειδὴ τοῡδ ἐλώφησεν πόνου», Σοφ.) 3. (για πόνο, ασθένεια, δυστυχία, αλλά και …

    Dictionary of Greek

  • 30λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …

    Dictionary of Greek