Conjugaisons du grec ancien (tableaux)/Τρίϐω futur et aoriste

À transférer pour Wikiversité
Un article de Wikipédia, l'encyclopédie libre.

Voici la conjugaison du verbe thématique au radical terminé par une occlusive bilabiale τρίϐω (« frotter ») au futur et à l'aoriste.

Conjugaison[modifier | modifier le code]

Actif Moyen Passif
Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur
I

N
D
I
C
A
T
I
F

Singulier 1 ἔτριψα τρίψω ἐτριψάμην τρίψομαι (ἐτρίφθην)
ἐτρίϐην
(τριφθήσομαι)
τριϐήσομαι
2 ἔτριψας τρίψεις ἐτρίψω τρίψει / τρίψῃ (ἐτρίφθης)
ἐτρίϐης
(τριφθήσει / τριφθήσῃ)
τριϐήσει / τριϐήσῃ
3 ἔτριψε(ν) τρίψει ἐτρίψατο τρίψεται (ἐτρίφθη)
ἐτρίϐη
(τριφθήσεται)
τριϐήσεται
Pluriel 1 ἐτρίψαμεν τρίψομεν ἐτριψάμεθα τριψόμεθα (ἐτρίφθημεν)
ἐτρίϐημεν
(τριφθησόμεθα)
τριϐησόμεθα
2 ἐτρίψατε τρίψετε ἐτρίψασθε τρίψεσθε (ἐτρίφθητε)
ἐτρίϐητε
(τριφθήσεσθε)
τριϐήσεσθε
3 ἔτριψαν τρίψουσι(ν) ἐτρίψαντο τρίψονται (ἐτρίφθησαν)
ἐτρίϐησαν
(τριφθήσονται)
τριϐήσονται
Duel 2 ἐτριψάτην τρίψετον ἐτριψάσθην τρίψεσθον (ἐτριφθήτην)
ἐτριϐήτην
(τριφθήσεσθον)
τριϐήσεσθον
3 ἐτριψάτην τρίψετον ἐτριψάσθην τρίψεσθον (ἐτριφθήτην)
ἐτριϐήτην
(τριφθήσεσθον)
τριϐήσεσθον

I
M
P
É
R
A
T
I
F
Singulier 1
2 τρῖψον τρῖψαι (τρίφθητι)
τρίϐηθι
3 τριψάτω τριψάσθω (τριφθήτω)
τριϐήτω
Pluriel 1
2 τρίψατε τρίψασθε (τρίφθητε)
τρίϐητε
3 τριψάντων τριψάσθων (τριφθέντων)
τριϐέντων
Duel 2 τρίψατον τρίψασθον (τρίφθητον)
τρίϐητον
3 τρίψατον τριψάσθων (τρίφθητον)
τρίϐητον

Actif Moyen Passif
Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur
S
U
B
J
O
N
C
T
I
F
Singulier 1 τρίψω τρίψωμαι (τριφθῶ)
τριϐῶ
2 τρίψῃς τρίψῃ (τριφθῇς)
τριϐῇς
3 τρίψῃ τρίψηται (τριφθῇ)
τριϐῇ
Pluriel 1 τρίψωμεν τριψώμεθα (τριφθῶμεν)
τριϐῶμεν
2 τρίψητε τρίψησθε (τριφθῆτε)
τριϐῆτε
3 τρίψωσι(ν) τρίψωνται (τριφθῶσι(ν))
τριϐῶσι(ν)
Duel 2 τρίψητον τρίψησθον (τριφθῆτον)
τριϐῆτον
3 τρίψητον τρίψησθον (τριφθῆτον)
τριϐῆτον

O
P
T
A
T
I
F
Singulier 1 τρίψαιμι τρίψοιμι τριψαίμην
τριψοίμην (τριφθείην)
τριϐείην
(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμην
2 τρίψαις / τρίψειας τρίψοις τρίψαιο τρίψοιο (τριφθείης)
τριϐείης
(τριφθήσοιο)
τριϐήσοιο
3 τρίψαι / τρίψειε τρίψοι τρίψαιτο τρίψοιτο (τριφθείη)
τριϐείη
(τριφθήσοιτο)
τριϐήσοιτο
Pluriel 1 τρίψαιμεν τρίψοιμεν τριψαίμεθα τριψοίμεθα (τριφθεῖμεν /-είημεν)
τριϐεῖμεν /-είημεν
(τριφθησοίμεθα)
τριϐησοίμεθα
2 τρίψαιτε τρίψοιτε τρίψαισθε τρίψοισθε (τριφθεῖτε /-είημεν)
τριϐεῖτε /-είημεν
(τριφθήσοισθε)
τριϐήσοισθε
3 τρίψαιεν / τρίψειαν τρίψοιεν τρίψαιντο τρίψοιντο (τριφθεῖεν /-είησαν)
τριϐεῖεν /-είησαν
(τριφθήσοιντο)
τριϐήσοιντο
Duel 2 τριψαίτην τριψοίτην τριψαίσθην τριψοίσθην (τριφθεῖτην /-είητην)
τριϐεῖτην /-είητην
(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμην
3 τριψαίτην τριψοίτην τριψαίσθην τριψοίσθην (τριφθεῖτην /-είητην)
τριϐεῖτην /-είητην
(τριφθησοίμην)
τριϐησοίμην

INFINITIF Actif Moyen Passif
Aoriste Futur Aoriste Futur Aoriste Futur
τρῖψαι τρίψειν τρίψασθαι τρίψεσθαι (τριφθῆναι)
τριϐῆναι
(τριφθήσεσθαι)
τριϐήσεσθαι
PART-
ICIPE
Msc. τρίψας, -αντος τρίψων, -οντος τριψάμενος, -ου τριψόμενος, -ου (τριφθείς, -έντος)
τριϐείς, -έντος
(τριφθησόμενος)
τριϐησόμενος
Fm. τρίψασα, -άσης τρίψουσα, -ούσης τριψαμένη, -ης τριψομένη, -ης (τριφθτεῖσα, -είσης)
τριϐεῖσα, -είσης
(τριφθησομένη)
τριϐησομένη
Ntr. τρῖψαν, -αντος τρῖψον, -οντος τριψάμενον, -ου τριψόμενος, -ου (τριφθέν, έντος)
τριϐέν, -έντος
(τριφθησόμενον)
τριϐησόμενον



Retour à Conjugaisons du grec ancien (tableaux).