coelicola
Смотреть что такое "coelicola" в других словарях:
Imperial cult (ancient Rome) — Ancient Roman religion Marcus Aurelius (head covered) sacrificing at the Temple of Jupiter … Wikipedia
ουρανολάτρης — ο συν. στον πληθ. οι ουρανολάτρες οπαδοί χριστιανικής αίρεσης η οποία εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 4ο αιώνα, τιμούσε τον Ύψιστο Θεό τού Ουρανού και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη διδασκαλία τών υψισταρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… … Dictionary of Greek
coelicolist — sə̇ˈlikələ̇st, sē noun ( s) Usage: usually capitalized Etymology: Latin coelicola, caelicola heaven worshiper (from coelum, caelum heaven, sky + colere to worship, cultivate, dwell) + English ist more at hood, wheel … Useful english dictionary