coelicola

coelicola
ae m. v. l. = caelicola

Латинско-русский словарь. 2003.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "coelicola" в других словарях:

  • Imperial cult (ancient Rome) — Ancient Roman religion Marcus Aurelius (head covered) sacrificing at the Temple of Jupiter …   Wikipedia

  • ουρανολάτρης — ο συν. στον πληθ. οι ουρανολάτρες οπαδοί χριστιανικής αίρεσης η οποία εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 4ο αιώνα, τιμούσε τον Ύψιστο Θεό τού Ουρανού και παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με τη διδασκαλία τών υψισταρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • coelicolist — sə̇ˈlikələ̇st, sē noun ( s) Usage: usually capitalized Etymology: Latin coelicola, caelicola heaven worshiper (from coelum, caelum heaven, sky + colere to worship, cultivate, dwell) + English ist more at hood, wheel …   Useful english dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»