accumbo
Смотреть что такое "accumbo" в других словарях:
infix — infixion /in fik sheuhn/, n. v. /in fiks , in fiks /; n. /in fiks /, v.t. 1. to fix, fasten, or drive in: He infixed the fatal spear. 2. to implant: to infix a habit. 3. to instill (a fact, idea, etc.) in the mind or memory; impress. 4. Gram. to… … Universalium
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
ԲԱԶՄԻՄ — (մեցայ.) NBH 1 418 Chronological Sequence: Unknown date ձ. ἁνάκειμαι, συνανάκειμαι, ἁναπίπτω , ἁνακλίνομαι, κατακλίνομαι accumbo, recumbo, discumbo Նստել պատուով իմն ʼի մէջ բազմութեան, կամ ընդ այլս ʼի սեղան. հանգչել. զետեղիլ. նստիլ. ... *Եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
infix — verb (t) /ɪnˈfɪks/ (say in fiks) 1. to fix, fasten, or drive in: he infixed the fatal spear. 2. to implant: the habits they infixed. 3. to fix in the mind or memory, as a fact or idea; impress. 4. Grammar to add as an infix. –verb (i) /ɪnˈfɪks/… …