- siligua
- siligua siligua, ae f стручок
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
σίλικβα — η, ΝΜ ρωμαϊκό αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 1/ 24 τού χρυσού σόλιδου και κυκλοφόρησε ευρύτατα στο Βυζάντιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. siligua «είδος νομίσματος»] … Dictionary of Greek
duonamedė — sf. bot. toks augalas: Joninė duonamedė (Ceratonia siligua) rš … Dictionary of the Lithuanian Language