- emaneo
- emaneo emaneo, mansi, mansum, ere оставаться в стороне
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
παννυχεῦσαι — παννυχεύω emaneo aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννυχεύειν — παννυχεύω emaneo pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννυχεύοντες — παννυχεύω emaneo pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννυχεύσας — παννυχεύσᾱς , παννυχεύω emaneo aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παννυχεύων — παννυχεύω emaneo pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)