tironatus
Смотреть что такое "tironatus" в других словарях:
τιρωνάτος — ὁ, Α λόχος τιρώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tironatus, us «πρώτη στρατιά» (< tiro, ōnis)] … Dictionary of Greek
τιρωνάτος — ὁ, Α λόχος τιρώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tironatus, us «πρώτη στρατιά» (< tiro, ōnis)] … Dictionary of Greek