suavillum
Смотреть что такое "suavillum" в других словарях:
σουβίτυλλος — ὁ, Α είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. savillum / suavillum «είδος τυρόπιτας»] … Dictionary of Greek
σουβίτυλλος — ὁ, Α είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. savillum / suavillum «είδος τυρόπιτας»] … Dictionary of Greek