- scrib(i)lita
-
ae f.пирог из муки, сыра и мёда Pl, Cato, Pt, M
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
σκριβλίτης — ὁ, Α είδος πίτας με τυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrīb(i)līta. Η άποψη ότι η λατ. λ. είναι δάνεια από την Ελληνική και ότι συνδέεται με το επί θ. στρεβλός μέσω ενός αμάρτυρου τ. *στρεβλίτης δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek