satirographus
Смотреть что такое "satirographus" в других словарях:
σατιρογράφος — ο, η, Ν συγγραφέας σατιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάτιρα + γράφος* (πρβλ. λατ. satirographus)] … Dictionary of Greek
σατιρογράφος — ο, η, Ν συγγραφέας σατιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάτιρα + γράφος* (πρβλ. λατ. satirographus)] … Dictionary of Greek