salgamarius
Смотреть что такое "salgamarius" в других словарях:
σαλγαμάριος — ὁ, ΜΑ μσν. πωλητής λαχανικών στην άλμη αρχ. παρασκευαστής λαχανικών και νωπών καρπών στην άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salgamarius «αυτός που παστώνει και πουλά καρπούς και λαχανικά»] … Dictionary of Greek
σαρδαμάριος — ὁ, Μ παντοπώλης, μπακάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. salgamarius «αυτός που παστώνει και πουλά τρόφιμα»] … Dictionary of Greek
confiture — Confiture, Concinnatio, Conditus, huius conditus, Conditio, Conditura. Confitures, Salgama, salgamorum. Confitures de pommes de coing et de miel, Melimeli, melimelis. Dequoy on fait confitures et saulses, Condimentarium genus. La confiture d… … Thresor de la langue françoyse