- peltastae
-
ārum m. [ pelta ]пельтасты, воины, вооружённые пельтами Nep, L
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο … Dictionary of Greek