- murtum
-
ī m. (греч.)миртовая ягода, плод мирта V, CC
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
μουρταδέλα — και μορταδέλα και μορταντέλα, η είδος αλλαντικού από βοδινό ή χοιρινό κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mortad ella < λατ. murt atum «αναμεμιγμένος με μύρτο» < murtum < μύρτον] … Dictionary of Greek