- metaxarius
-
metaxārius, ī m.торговец шёлком-сырцом CJ
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
μεταξάριος — μεταξάριος, ὁ (ΑΜ) ο έμπορος μέταξας, ο μεταξέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα + κατάλ. άριος (πρβλ. λατ. metaxarius)] … Dictionary of Greek