- metatorius
-
metātōrius, a, umкасающийся размежеванияmetatoria pagina Sid — письмо о расквартировании войск
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
μητατωρικός — και μητατορικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. metatōrius, a, um (< metator, oris «ο καταμετρών, ο γεωμέτρης»)] … Dictionary of Greek