- instinguo
- īn-stinguo, stīnxī, stīnctum, ereпобуждать, воодушевлять, подстрекать (in aliquid VP, Just)
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
ένστικτο — Χαρακτηριστική τάση ενός είδους, η οποία είναι κληρονομική και συνεπώς δεν οφείλεται στη μάθηση, και εξωτερικεύεται με μια περίπλοκη και στερεότυπη συμπεριφορά. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορεί να χαρακτηριστεί ενστικτώδης ένας ορισμένος τύπος… … Dictionary of Greek
(s)teig- — (s)teig English meaning: to stick; sharp Deutsche Übersetzung: ‘stechen; spitz” Note: extension from stei ds. Material: O.Ind. tējatē “is sharp, schärft”, tēja yati ‘schärft, stachelt”, tiktá ‘sharp, bitter”, tigmá ‘spiky,… … Proto-Indo-European etymological dictionary