- holoverus
-
holo-vērus, a, um (греч. holos + лат. verus )настоящий, т. е. из чистого пурпура (vestimenta CJ)
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
ολόβηρος — ὁλόβηρος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που έχει πορφυρό χρώμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόβηρον το γνήσιο πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. holovērus «ολοπόρφυρος»] … Dictionary of Greek