- fibulatorius
-
fībulātōrius, a, um [ fibula ]скрепляемый застёжками, застёгивающийся (sagum Treb)
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
φιβλατώριον — και φιβουλατόριον και φιβλατούριον, τὸ, Α ένδυμα στερεωμένο με φίβλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fibulatorius «αυτός που φορεί πόρπες» (< fibula, πρβλ. φίβλα)] … Dictionary of Greek