- ducianus
-
I duciānus, a, um [ dux ]
полководческий (officium, apparitores CJ)II duciānus, ī m.адъютант или ординарец полководца CTh
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
δουκικῶν — δουκικός ducianus fem gen pl δουκικός ducianus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικόν — δουκικός ducianus masc acc sg δουκικός ducianus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοί — δουκικός ducianus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικοῦ — δουκικός ducianus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικούς — δουκικός ducianus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικάς — δουκικά̱ς , δουκικός ducianus fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῆς — δουκικός ducianus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικῇ — δουκικός ducianus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκική — δουκικός ducianus fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δουκικήν — δουκικός ducianus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)