- ducator
-
ducātor, ōris m. [ duco ]руководитель (civitatis Tert); начальник корабля ( = magister navis) Dig
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
-άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… … Dictionary of Greek