- desperno
-
dē-sperno, —, —, ereс презрением отвергать (aliquid Enn, Col)
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
ντεσπρέζιον — ντεσπρέζιον, τὸ (Μ) 1. περιφρόνηση, ατίμωση 2. ενέργεια που δείχνει ή προκαλεί περιφρόνηση ή εξευτελισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desprezzo ή ιταλ. dispregio «περιφρόνηση» < λατ. desperno «περιφρονώ»] … Dictionary of Greek