- conveteranus
-
con-veterānus, ī m.товарищ-ветеран CJ
Латинско-русский словарь. 2003.
Латинско-русский словарь. 2003.
συνβετρανός — ὁ Α ο εξίσου εμπειροπόλεμος, παλαιός πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conveteranus «συναπόμαχος», με απόδοση τού α συνθετικού con με το αντίστοιχο συν * και μεταφορά τού τ. veteranus (βλ. λ. βετεράνος)] … Dictionary of Greek