- curciatovio
- curciatòvio m chim курчатовий
Итальяно-русский словарь. 2003.
Итальяно-русский словарь. 2003.
curciatovio — cur·cia·tò·vio s.m. var. → kurciatovio … Dizionario italiano
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
kurciatovio — kur·cia·tò·vio s.m. TS chim. uno dei nomi proposti per l elemento con numero atomico 104, accanto a quelli di rutherfordio e unnilquadio (simb. Ku) {{line}} {{/line}} VARIANTI: curciatovio. DATA: 1964. ETIMO: der. di Kurčatov, nome del fisico… … Dizionario italiano