- contrammina
-
см. contromina
Итальяно-русский словарь. 2003.
Итальяно-русский словарь. 2003.
κοντραμίνα — κοντραμίνα, ἡ (Μ) υπόγεια στοά που άνοιγαν οι πολιορκούμενοι για να αντιμετωπίζουν τις αντίστοιχες στοές τών πολιορκητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrammina] … Dictionary of Greek