- canapuccia
-
fконопляное семя
Итальяно-русский словарь. 2003.
Итальяно-русский словарь. 2003.
canapuccia — ca·na·pùc·cia s.f. CO semi di canapa usati spec. come becchime per gli uccelli {{line}} {{/line}} DATA: 1622 … Dizionario italiano
canapuccia — {{hw}}{{canapuccia}}{{/hw}}s. f. (pl. ce ) Seme di canapa … Enciclopedia di italiano
canapuccia — pl.f. canapucce … Dizionario dei sinonimi e contrari
καναπίτσα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπλίας του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 35 χλμ. ΝΑ του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασίνης. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ … Dictionary of Greek
καναπιτσόσπορος — ο 1. ο σπόρος τής καναπίτσας*. 2. παροιμ. «τού δωκε φύκια και πήρε καναπιτσόσπορο» για ανταλλαγή πραγμάτων που δεν έχουν καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < καναπίτσα (< ιταλ. canapuccia < + σπορος (< σπόρος), πρβλ. ηλιό σπορος, πεπονό… … Dictionary of Greek