- airdriven
air-driven
1> _тех. пневматический, приводимый в действие сжатым воздухом;
с пневмоприводом
Новый большой англо-русский словарь. 2001.
Новый большой англо-русский словарь. 2001.
αεροκίνητος — η, ο 1. εκείνος που κινείται ή λειτουργεί με αέρα 2. ο κινούμενος μέσω τού αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κινητός απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airdriven] … Dictionary of Greek