tachypn(o)ea

tachypn(o)ea
[tæʹkıpnıə] n мед.
учащённое дыхание

Новый большой англо-русский словарь. 2001.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "tachypn(o)ea" в других словарях:

  • tachypn(o)ea —   n. abnormally rapid breathing …   Dictionary of difficult words

  • Tachypnee — Tachypnée La tachypnée, de tachy (rapide) et pnée (respiration), désigne une ventilation pulmonaire accélérée. La respiration au repos est de 12 à 18 mouvements respiratoires par minute chez un adulte, et 30 mouvements par minute chez un… …   Wikipédia en Français

  • ταχύπνοια — η, ΝΑ ιατρ. αύξηση τής αναπνευστικής συχνότητας πέρα από τον αριθμό αναπνευστικών κινήσεων στο λεπτό που αναλογεί στην ηλικία, στο φύλο, στη στάση τού σώματος, στο εκτελούμενο έργο, στη θερμοκρασία τού σώματος και στην ψυχική κατάσταση, αύξηση η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»