- welldisposed
- well-disposed
1> (to, towards) благожелательный; благосклонный
2> с хорошим характером; добродушный
3> упорядоченный, рациональный
Новый большой англо-русский словарь. 2001.
Новый большой англо-русский словарь. 2001.
welldisposed — … Useful english dictionary
εὐνοικώτερον — εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed adverbial comp εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed masc acc comp sg εὐνοϊκώτερον , εὐνοικός welldisposed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικωτέρα — εὐνοϊκωτέρᾱ , εὐνοικός welldisposed fem nom/voc/acc comp dual εὐνοϊκωτέρᾱ , εὐνοικός welldisposed fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικόν — εὐνοϊκόν , εὐνοικός welldisposed masc acc sg εὐνοϊκόν , εὐνοικός welldisposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικώτατα — εὐνοϊκώτατα , εὐνοικός welldisposed adverbial superl εὐνοϊκώτατα , εὐνοικός welldisposed neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικώτατον — εὐνοϊκώτατον , εὐνοικός welldisposed masc acc superl sg εὐνοϊκώτατον , εὐνοικός welldisposed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
peaceable — peace·able / pē sə bəl/ adj: marked by freedom from dispute, strife, violence, or disorder the right to peaceable assembly peaceable possession peace·ably / blē/ adv Merriam Webster’s Dictionary of Law. Merriam W … Law dictionary
εὐνοικοῖς — εὐνοϊκοῖς , εὐνοικός welldisposed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικοῦ — εὐνοϊκοῦ , εὐνοικός welldisposed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικούς — εὐνοϊκούς , εὐνοικός welldisposed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοικωτέρου — εὐνοϊκωτέρου , εὐνοικός welldisposed masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)