quinamine
Смотреть что такое "quinamine" в других словарях:
quinamine — quin·a·mine kwin ə .mēn, mən n a crystalline alkaloid C19H24N2O2 in various cinchona barks … Medical dictionary
quinamine — quin·a·mine … English syllables
quinamine — ˈkwinəˌmēn, mə̇n noun Etymology: International Scientific Vocabulary quin + amine : a crystalline alkaloid C19H24N2O2 in various cinchona barks … Useful english dictionary
conquinamine — (ˈ)kän|kwinəˌmēn, kənˈk , mə̇n noun ( s) Etymology: International Scientific Vocabulary com + quinamine; originally formed as German konquinamin : a crystalline alkaloid C19H24N2O2 found with quinamine in cinchona barks … Useful english dictionary
κιναμίνη — η χημ. κυκλική οργανική ένωση που ανήκει στην κατηγορία τών αλκαλοειδών και η οποία αποτελεί συστατικό τού φλοιού τής κιγχόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quinamine < quin (< ισπ. quina) + amine < am (<… … Dictionary of Greek