lurkingplace
Смотреть что такое "lurkingplace" в других словарях:
θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμας — θαλάμᾱς , θαλάμη lurkingplace fem acc pl θαλάμᾱς , θαλάμη lurkingplace fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμην — θᾱλάμην , θάλλω sprout aor ind mid 1st sg (doric) θαλάμη lurkingplace fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλάμῃσιν — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)