στέρησις — deprivation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσει — στέρησις deprivation fem nom/voc/acc dual (attic epic) στερήσεϊ , στέρησις deprivation fem dat sg (epic) στέρησις deprivation fem dat sg (attic ionic) στερέω deprive fut ind pass 2nd sg στερέω deprive aor subj act 3rd sg (epic) στερέω deprive fut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσεις — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (attic epic) στέρησις deprivation fem nom/acc pl (attic) στερέω deprive aor subj act 2nd sg (epic) στερέω deprive fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσεσι — στέρησις deprivation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσεσιν — στέρησις deprivation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσης — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσιες — στέρησις deprivation fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερήσιος — στέρησις deprivation fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρησιν — στέρησις deprivation fem acc sg στέρομαι to be without pres subj mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέρηση — η / στέρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και στέρεσις Α η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερώ, αφαίρεση, απόσπαση, αποστέρηση, έλλειψη, ανυπαρξία (α. «στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων» β. «στέρησις αἰσθήσεως ὁ θάνατος», Επίκ.) νεοελλ. 1. η έλλειψη τών αναγκαίων… … Dictionary of Greek