πλήρωμα — that which fills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλήρωμα — το, ΝΜΑ, και πλέρωμα Ν [πληρώ / πληρώνω] 1. ναυτ. το σύνολο τών υπηρετούντων ή εργαζομένων σε ένα πολεμικό ή εμπορικό πλοίο αξιωματικών και κατωτέρων, εκτός από τον κυβερνήτη ή τον πλοίαρχο, κν., σημέρα, τσούρμο 2. φρ. «το πλήρωμα τού χρόνου»… … Dictionary of Greek
πλήρωμα — το, ατος 1. γέμισμα ή καθετί που χρησιμεύει για γέμισμα. 2. το σύνολο των προσώπων που υπηρετούν σε πλοίο ή σε αεροπλάνο: Αγνοούνται ορισμένα μέλη του πληρώματος. 3. συμπλήρωμα: Το πλήρωμα του χρόνου. 4. το σύνολο των πιστών: Το πλήρωμα της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλήρωμ' — πλήρωμα , πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώμασι — πλήρωμα that which fills neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώμασιν — πλήρωμα that which fills neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματα — πλήρωμα that which fills neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματι — πλήρωμα that which fills neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληρώματος — πλήρωμα that which fills neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)